παραέξω

παραέξω
επίρρ. πιο έξω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραέξω — επίρρ. τοπ., πιο έξω (αντίθ. παραμέσα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διψώ — ( άω) (AM διψῶ, άω Α και διψέω και διψήω) 1. αισθάνομαι δίψα 2. (για έδαφος) έχω ανάγκη αρδεύσεως, είμαι κατάξερος 3. επιθυμώ, ποθώ («διψασμένος για έρωτα», «οἱ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην») νεοελλ. παροιμ. «άμα η αυλή σου διψάει για νερό μην τό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”